- Πανδήμου
- Πάνδημοςthe whole body ofmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανδήμου — πάνδημος the whole body of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вьселюдьскыи — (7*) пр. Всенародный: прозвѹтеръ сократъ, ѥлиномъ вселюдьскыи творѩще праздьникъ бѣсомъ. и покланѩющесѩ идоломъ. бл҃гоговѣинъ же сы. ПрЛ XIII, 55а; вселю(д)ска˫а же въскрича(н)˫а. и погнань˫а не на обидѩщи(х). но на злочастны˫а бываю(т).… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κουρεακός — κουρεακός, ή, όν (Α) [κουρεύς] όμοιος με κουρέα, φλύαρος, πολυλογάς σαν κουρέας («οὐ γὰρ ἱστορίας ἀλλά κουρεακῆς καὶ πανδήμου λαλιᾱς ἔμοιγε δοκοῡσι τάξιν ἔχειν», Πολ.) … Dictionary of Greek
οικονόμος — ο, η, θηλ. και οικονόμα (ΑΜ οικονόμος, ὁ, ἡ, Α θηλ. και οικονόμισσα) 1. επιστάτης ο οποίος διαχειρίζεται τα ζητήματα τού σπιτιού 2. εκκλ. α) εκκλησιαστικό αξίωμα ο κάτοχος τού οποίου ήταν, στο παρελθόν, υπεύθυνος για τη διαχείριση τής… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
χυδαίος — α, ο / χυδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλά ὁ νόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ. γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας»,… … Dictionary of Greek
Πάνδημος, Αντώνιος — (17ος αι.). Λυρικός ποιητής από την Κρήτη στα τελευταία χρόνια της ενετοκρατίας και στα πρώτα της τουρκοκρατίας στην πατρίδα του. Μερικοί τον ονομάζουν Πανδίνο. Το 1619, όταν σπούδαζε στην Πάντοβα, έγιναν στο Ρέθυμνο οι γάμοι της Καλιέργας ή… … Dictionary of Greek